ξεσχολίζω
Смотреть что такое "ξεσχολίζω" в других словарях:
ξεσκολίζω — και ξεσχολίζω 1. τελειώνω τη φοίτησή μου στο σχολείο 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ξεσκολισμένος, η, ο (επιτιμητικά) πλήρως καταρτισμένος σε κάτι, πολύπειρος σε τεχνάσματα («είναι ξεσκολισμένος στις απάτες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + σχολείο] … Dictionary of Greek